Recents in Beach

'Μαθήματα’ από το Άουσβιτς -Του Τριαντάφυλλου Μηταφίδη

 


«Το πώς ακριβώς συνέβησαν τα γεγονότα, δεν μπορεί κανένα ανθρώπινο ον να το
φανταστεί και, πράγματι, δεν μπορεί να φανταστεί κανείς ότι οι εμπειρίες μας
μπορούν να αποτυπωθούν όπως ακριβώς συνέβησαν...ολόκληρη η αλήθεια είναι πολύ
πιο τραγική, ακόμα πιο τρομακτική…», έγραφε ο Σάλμεν Λέβενταλ, ένα μέλος του
Sonderkommando-των νεκροκομιστών του Άουσβιτς - σε μερικά φύλλα χαρτί που
έθαψε δίπλα στο κρεματόριο ΙΙΙ. Τα σπαράγματα αυτά μνήμης βρέθηκαν δεκαεφτά
χρόνια μετά την απελευθέρωση του Άουσβιτς από το σοβιετικό στρατό στις 27
Γενάρη 1945.

Μια πραγματικότητα που υπερβαίνει τα πραγματολογικά της στοιχεία είναι η
ιστορία του Ολοκαυτώματος. Αυτό, βέβαια, δεν δικαιώνει όσους θα επιθυμούσαν
να παραμείνει για πάντα ακατανόητο, θεωρώντας ότι δεν έχει νόημα να
αναζητούμε τα αίτια της συμπεριφοράς των θυτών και των θυμάτων, όταν τα
τελευταία, όπως ο Λέβενθαλ, το παρουσιάζουν ως ένα άλυτο αίνιγμα, λυγίζοντας,
προφανώς, κάτω από το βάρος του απόλυτου αυτού εγκλήματος κατά της
ανθρωπότητας.

«Η απορία του Άουσβιτς είναι, πράγματι, η ίδια η απορία της ιστορικής γνώσης: η μη
σύμπτωση μεταξύ γεγονότων και αλήθειας, μεταξύ παρατήρησης και κατανόησης.
Μεταξύ της θέλησης να καταλάβει κανείς τα πάντα και υπερβολικά νωρίς, ίδιον όσων
διαθέτουν εξηγήσεις για τα πάντα, και αρνούνται να κατανοήσουν», τονίζει ο
Αγκάμπεν, στο «Αυτό που μένει από το Άουσβιτς», σχολιάζοντας τη μαρτυρία του
Λέβενταλ.

Το ερώτημα, επομένως, πώς θα αναμετρηθούμε με τις «σκοτεινές» ή θα γράψουμε
τις «λευκές»» σελίδες της ιστορίας που παραμένουν τραυματικές και επίμαχες, όπως το Ολοκαύτωμα χωρίς αυτό να καταντά μαρτυρολόγιο ή ηθικό καθήκον -είναι κρίσιμο και απαιτεί τεκμηριωμένε απαντήσεις. 

Γιατί, όπως τονίζει ο ΤέοντορΑντόρνο στο δοκίμιό του Η Εκπαίδευση μετά το Άουσβιτς, «Η απειλή υποτροπήςστη βαρβαρότητα συνεχίζει να υπάρχει, καθώς οι βασικές συνθήκες που ευνόησαν
αυτή την υποτροπή εξακολουθούν, σε μεγάλο βαθμό, να μην έχουν αλλάξει. Αυτός
είναι ο καθολικός τρόμος. Η κοινωνική πίεση εξακολουθεί να υφίσταται, αν και ο
κίνδυνος παραμένει αόρατος στις μέρες μας. Ωθεί τους ανθρώπους στο ανείπωτο και
μαζικά εγκλήματα εξακολουθούν να διαπράττονται... Πρέπει κανείς να γνωρίζει τους
μηχανισμούς που καθιστούν τους ανθρώπους ικανούς για τέτοιες πράξεις και να
μοχθήσει ξυπνώντας την κοινή συνείδηση γύρω από αυτούς τους μηχανισμούς, ώστε
να αποτρέψει τους ανθρώπους από το να γίνουν ξανά έτσι». Πρέπει ή δεν πρέπει να
θυμόμαστε; Συντελεί η ιστορική μνήμη στην επούλωση των τραυμάτων ή μήπως τα
κακοφορμίζει; Είχε δίκιο ο Νίτσε που θεωρούσε τη λήθη «υπέρτατη μορφή
ευτυχίας» - την ίδια στιγμή που έγραφε ότι η ιστορική συνείδηση ξεχωρίζει τους
ανθρώπους από τα ζώα;

Ο συγγραφέας Χόρχε Σεμπρούν –σεναριογράφος του «Ζ» και άλλων γνωστών
ταινιών του Κ. Γαβρά- υπογράμμιζε την ανάγκη να διασωθεί και να αναδειχθεί το
παρελθόν, χωρίς αυτό να θεωρείται «αναμόχλευση των πολιτικών παθών». Ο
Σεμπρούν, αυθεντικός φορέας των συγκλονιστικών εμπειριών του 20ου αιώνα - τις
έζησε κυριολεκτικά «στο πετσί» του στον ισπανικό εμφύλιο, στη γαλλική
Αντίσταση και στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης (βλ. το έργο του «Γραφή ή
ζωή», ΕΞΑΝΤΑΣ 1996) - είναι κατηγορηματικά αντίθετος όχι μόνο με κάθε
παραγραφή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας αλλά και με τη σκόπιμη
αποσιώπησή τους, όπως συνέβη στην πατρίδα του την Ισπανία τη δεκαετία του ’70.

Γιατί και η σιωπή είναι επίσης έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Ο Τζβετάν Τοντόρωφ αποδίδει αυτή την «αναψηλάφηση» της ιστορίας στη
«μετάλλαξη» που έχει υποστεί η συλλογική μνήμη, αφού στις μέρες μας «γίνονται
αντικείμενο ύψιστης φροντίδας και εξύμνησης τα θύματα και όχι οι ήρωες του
παρελθόντος: οι αδικίες που υπέστη κανείς βαραίνουν περισσότερο από τα
κατορθώματα που πέτυχε..., που μαρτυρεί εμμέσως μια ενίσχυση της ιδέας της
δικαιοσύνης της κοινωνίας μας: ποιος θα σκεφτόταν να διεκδικήσει την θέση του
θύματος, αν δεν έλπιζε να αναγνωριστούν τα δεινά του και να αποζημιωθεί γι’ αυτά;»
(Ο φόβος των Βαρβάρων, σελ. 110, εκδ. Πόλις).

Έως πρόσφατα έγραφαν την ιστορία οι επώνυμοι, οι νικητές-ήρωες. Η μνήμη την
κατέβασε από την ακαδημαϊκή έδρα, της έβγαλε την τήβεννο της επιστημοσύνης,
έδωσε φωνή στους ανώνυμους και στα συγκλονιστικά βιώματά τους.
Στη χώρα μας, η διεθνής τάση αναθεώρησης της Ιστορίας εκδηλώνεται με αυτό που
αποκαλεί ο Χάγκεν Φλάισερ «υγειονομική ταφή της μνήμης»: πολτοποίηση το 1975
υλικού των αρχείων του Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου – είχε προηγηθεί
το 1959 η αμνήστευση δια νόμου των ναζιστών εγκληματιών και των δωσίλογων,
προς δόξαν της «εθνικής συμφιλίωσης». Οι τελευταίοι, όχι μόνον δεν τιμωρήθηκαν,
όπως τους άξιζε, αλλά και συμμετείχαν στη διαρπαγή των εβραϊκών περιουσιών.
Αντίθετα, από τις 600 αγωγές που κατέθεσαν επιζώντες του Ολοκαυτώματος για
την επιστροφή των ακινήτων τους, δικαιώθηκαν μόνο 30!

Η απώθηση του Ολοκαυτώματος στα «αζήτητα» της εθνικής μνήμης εκφράζεται
και από ένα «απλό» γεγονός: εξακολουθούν να βρωμίζουν τους δρόμους της πόλης
μας ονόματα συνεργατών των Ναζί, αξιωματούχων της Κατοχής.

Το Ολοκαύτωμα δεν αφορά μόνον τα θύματα και το «τραύμα» τους. Πρέπει να
μεταμορφώσουμε τα αθώα θύματα των Ναζί σε ένα αδιαπέραστο τείχος απέναντι
στην επανάληψη της ανείπωτης αυτής φρίκης. Μόνον έτσι το σύνθημα «ποτέ πια!»
θα πάψει να είναι μια απλή ευχή ή μια συναισθηματική διακήρυξη, τη στιγμή που
συνεχίζονται οι σφαγές αμάχων.

Οφείλει να αναχθεί, όπως τονίζει η Οντέτ Βαρόν-Βασάρ, σε «συμβολική μνήμη
ενάντια σε κάθε προκατάληψη, ξενοφοβία και ρατσισμό. Η μνήμη του Άουσβιτς δεν
προσβάλλεται όταν γίνεται εμβληματική όλων των θυμάτων του ρατσισμού. Αντίθετα,
μόνον τότε βρίσκει το πλήρες νόημά της και τιμάται πραγματικά».

Η απόκρισή μας στην εναγώνια «κραυγή για το αύριο» των νεκρών ή επιζώντων του
Ολοκαυτώματος και των ποικίλων θυμάτων του ρατσισμού πρέπει να είναι η
αποκατάσταση των ιστορικών αδικιών, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
η αναγνώριση του δικαιώματος των λαών στην αυτοδιάθεση, η καταπολέμηση των
ανισοτήτων και διακρίσεων.

Αυτό το οικουμενικό μήνυμα στέλνει το εμβληματικό, κατά τη γνώμη μου,
απόσπασμα από τον «Σαουλίκο», τη βιογραφία του Ρόμπι Βαρσάνο:
«Αλήθεια είχαν πατρίδα οι κολασμένοι; Και ποια ήταν αυτή; Η Θεσσαλονίκη, τα
Ιεροσόλυμα, η Πολωνία; Για τον Ρόμπι η πατρίδα του ήταν η Θεσσαλονίκη, μα για
τον αδερφό του, τους γονείς του, τους θείους του, τους φίλους του –κοντά τριάντα
ψυχές– η πατρίδα, η παντοτινή τους πατρίδα, ήταν το Άουσβιτς. Ο ουρανός του
Άουσβιτς και όχι η γη του. Στον ουρανό, εκεί ήταν η πατρίδα τους. Μόνο που δεν
ήξερε, όταν φυσάει ο αέρας, αέρας δυνατός και μετακινείται από χώρα σε χώρα, δεν
ήξερε για πού ταξίδευε η πατρίδα των δικών του. Αέρας είναι, όπου θέλει σε πάει.
Μπορεί να ανακατευόταν με τον δικό τους Βαρδάρη και να τους έφερνε ως τη
Θεσσαλονίκη. Όλα γίνονται σ’ αυτή τη ζωή. Θα ήταν πολύ ωραίο, οι πατρίδες να
μετακινούνται με τον αέρα και να ανακατεύονται. Να ανακατεύονται οι άνθρωποι
πριν προλάβουν να ριζώσουν για να μην έρχονται οι άλλοι να τους ξεριζώνουν.
Μακάρι να ήταν αέρας οι πατρίδες. Μα δεν ήταν και δεν είναι.»
Όσο το σημερινό γερμανικό κράτος θα αρνείται να καταβάλει τις οφειλές του για τα
εγκλήματα του Γ΄Ράιχ, μια υποχρέωση την οποία ανέλαβε με τη Συμφωνία του
Λονδίνου στις 27-2-1953 (άρθρο 17 παρ. 3 α), τόσο θα το στοιχειώνουν τα
φαντάσματα των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας.

Όσο η πόλη της Θεσσαλονίκης αποφεύγει να μάθει, να στοχαστεί και να
αντιμετωπίσει το γεγονός ότι το ένα τρίτο του πληθυσμού της εξοντώθηκε με την
αποτρόπαιη, παράλογη και εγκληματική συνέργεια των κατοχικών δυνάμεων με τις
δωσιλογικές αρχές της πόλης.
Όσο η διοίκηση του δήμαρχου Ζέρβα, δείχνοντας την ίδια έλλειψη σεβασμού προς
την ιστορία της πόλης, όπως και στην περίπτωση του ξηλώματος των αρχαιοτήτων
στο σταθμό της Βενιζέλου, έχει μετατρέψει και πάλι τη μαρτυρική πλ. Ελευθερίας
σε πάρκινγκ, προσβάλλοντας τη μνήμη των αδικοχαμένων Εβραίων συμπολιτών
μας. Γιατί η συσκότιση, η συγκάλυψη και η άγνοια όσων έγιναν στην πόλη στη
διάρκεια της Κατοχής, βαραίνει στη συλλογική της μνήμη ακόμη και σήμερα.

Ενδεικτικό είναι το γεγονός απόγονοι των συνεργατών των Ναζί, αντί να ζητήσουν
συγγνώμη για την εθνικά επιλήψιμη πολιτεία τους, σέρνουν στα δικαστήρια πρώην
δημοτικούς συμβούλους και πολιτικούς κρατούμενους της χούντας, απαιτώντας
μάλιστα αποζημιώσεις 600.000 ευρώ για δήθεν «προσβολή μνήμης νεκρού»,!

Ο ιστορικός αναθεωρητισμός, εξισώνοντας θύτες με θύματα και ανατρέποντας το
δημοκρατικό κεκτημένο της αντιφασιστικής νίκης, στην οποίαν συμβάλλαμε με
βαρύτατο τίμημα, λειτούργησε ως «πλυντήριο» των μαζικών ναζιστικών-
φασιστικών εγκλημάτων. Έτσι προετοίμασε το έδαφος, σε συνθήκες οικονομικής
και κοινωνικής κρίσης, για να βλαστήσει η κακή σπορά του ηττημένου ναζισμού
στην Ελλάδα και την Ευρώπη.

*ΤΡ. ΜΗΤΑΦΙΔΗΣ
Πρόεδρος ΔΣ ‘ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΣΩΣΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΑΡΧΕΙΩΝ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (Ε.Δ.Ι.Α) 1940-1974’ – πρώην βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια

script data-cfasync="false" type="text/javascript" id="clever-core">