Ο Ρίσι Σούνακ προτίμησε διπλωματικό επεισόδιο από το να αμφισβητήσει τη βρετανική κυριαρχία στα γλυπτά του Παρθενώνα.
Δεν υπάρχει περίπτωση η Βρετανική Διπλωματία να θεωρούσε πως μια τέτοια ακύρωση -ενώ ο σύμμαχος πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν επί βρετανικού εδάφους- θα περνούσε χωρίς αντιδράσεις καθώς και διπλωματικά θεωρείται ένα από τα ακραία μέσα και ισοδυναμεί με προσβολή.
Η εποχή δεν είναι ίδια όπως τότε που η Μελίνα Μερκούρη διεκδικούσε τα γλυπτά του Παρθενώνα με την κοινή γνώμη με το μέρος της αλλά και την αίγλη που είχε ως προσωπικότητα.
Η αλήθεια είναι πως ουδέποτε το Βρετανικό Μουσείο και το βρετανικό κατεστημένο ήθελε να επιστρέψει τα γλυπτά του Παρθενώνα. Δεν είναι μόνον αίγλη αλλά και… χρήμα αυξάνοντας την ακτινοβολία του Λονδίνου στον παγκόσμιο πολιτιστικό και τουριστικό χάρτη.
Τον τελευταίο καιρό η ελληνική κυβέρνηση επιθυμούσε διακαώς μια κάποια «επιστροφή» των γλυπτών με διάφορους δανεισμούς που βέβαια δεν ήταν ακριβώς αυτή η επιστροφή που ονειρευόταν η Αθήνα.
Πολλά αρχαία πολύτιμα αντικείμενα θα έπρεπε να παίρνουν το δρόμο προς το Λονδίνο, ως αντίβαρο και αυτός θα ήταν βαρύς φόρος για την Ελλάδα.
Αν πρέπει να είμαστε ειλικρινείς, οι στόχοι της Ελλάδας -πέραν της δίκαιης επανένωσης των γλυπτών- ήταν στη συγκεκριμένη συγκυρία και μια επιτυχία, που θα προσέθετε στην Αθήνα πολλούς πόντους στον παγκόσμιο πολιτιστικό αλλά και τουριστικό χάρτη. Εδώ θα πρέπει να πούμε πως στόχος της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν επίσης και μια «επιτυχία» της που θα αποτυπωνόταν στο ενεργητικό της, σε αντίθεση με όλη την αντιλαϊκή και καταστροφική πολιτική.
Και σε όλα αυτά συνηγορεί και η υποχώρηση της Ελλάδας σε «δανεισμούς» που υπέκρυπταν υποχώρηση από τη θέση της «ιδιοκτησίας» των πολιτιστικών αυτών θησαυρών που πάντα ήταν και είναι ελληνικοί.
Το Λονδίνο από την πλευρά του, όσο κι αν πιέστηκε στο παρελθόν με επιτροπές και διεκδικήσεις δεν το επιθυμούσε. Προφανώς και να ενοχλήθηκε και από άλλες στάσεις/θέσεις της Ελλάδας. Η εφημερίδα Sun αναφέρει πως η Ελλάδα πίεζε να υπάρχει σχετική αναφορά και στην υπό διαμόρφωση εμπορική συμφωνία Αθήνας και Λονδίνου.
Θετική ανταπόκριση στο No 10 της Downing Street (πρωθυπουργική κατοικία) δεν είχε ούτε η δήλωση Μητσοτάκη στο BBC όπου αισθάνθηκε άνετος να μιλήσει – πολύ πιο άνετος από όταν χρειάστηκε να απαντήσει για το πολύνεκρο ναυάγιο της Πύλου – για «κλοπή».
Δεν είναι μόνον η αναφορά στη Μόνα Λίζα αλλά και η ίδια η δήλωση: «Θεωρούμε ότι τα γλυπτά αυτά ανήκουν στην Ελλάδα και ότι ουσιαστικά εκλάπησαν, άρα αυτό δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα ζήτημα ιδιοκτησίας, το ζήτημα είναι η επανένωσή τους». Και όλα αυτά με αρκετή αλαζονεία, κάτι που χαρακτηρίζει τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Αν η αλαζονεία μπορεί να έχει πέραση στην Ελλάδα, δεν ισχύει τόσο στις διεθνείς σχέσεις όταν από τη μία ζητάς «χάρες» και επενδυτικές βαθμίδες και από την άλλη εμφανίζεσαι άκαμπτος και αλαζόνας.
Οι πιέσεις ήταν συνεχείς και εάν οι Εργατικοί ήταν σχετικά θετικοί στον δανεισμό τους, οι Συντηρητικοί δεν ήταν.
Ανώτερη πηγή των Συντηρητικών είπε στο BBC πως «ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί αυτή η συνάντηση μετά από σχολιασμούς σχετικά με τα “μάρμαρα του Έλγιν”. Η θέση μας είναι ξεκάθαρη. “Τα μάρμαρα του Έλγιν” αποτελούν μέρος της μόνιμης συλλογής του Βρετανικού Μουσείου και ανήκουν εδώ. Είναι απερίσκεπτο για οποιονδήποτε Βρετανό πολιτικό να προτείνει ότι αυτό υπόκειται σε διαπραγμάτευση».
Κανένας συντηρητικός δεν επρόκειτο να συνδέσει το όνομά του με μια υποχώρηση στη «βρετανική κυριαρχία».
Ο πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ που είναι γνωστός για τον κυνισμό του και από την εποχή του covid (φέρεται τότε από τη θέση του υπουργού Οικονομικών να είχε προκρίνει τον κίνδυνο για αύξηση των θανάτων παρά ένα δεύτερο lockdown) αλλά και οι Συντηρητικοί ως σύνολο είχαν πρακτικά την ευκαιρία να δηλώσουν την αντίθεσή τους και αυτό ίσως θα έπρεπε να ήταν προβλέψιμο. Ακόμα χειρότερα αφού οι εκλογές απέχουν μόλις 20 μήνες και οι Εργατικοί προηγούνται κατά πολύ στις δημοσκοπήσεις.
Οι αντιδράσεις της Ελλάδας με στήριξη από όλα τα κόμματα είναι απολύτως ορθές, ωστόσο η αντίδραση της «επίσημης» Βρετανίας των Συντηρητικών ίσως επίσης θα έπρεπε να ήταν αναμενόμενη.
Αναμένεται να αποδειχθεί αν ο χειρισμός του θέματος από την ελληνική πλευρά είχε κενά ή απλά ο στόχος ήταν μια φυγή προς τα εμπρός καθώς επρόκειτο για αδιέξοδο. Μπορεί να στηρίχθηκαν και σε λάθος εκτιμήσεις και σε λάθος σχεδιασμούς, όπως λέει κάποιο άλλο σενάριο.
Πηγή: Documento
0 Σχόλια