Του Χρήστου Ροζάκη *
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σήμερα σε κατάσταση ηρεμίας, καθώς η Τουρκία έχει αποφασίσει δυο χρόνια τώρα να απέχει από το ερεθιστικό παρελθόν της των διαρκών αεροπορικών πτήσεων πάνω από τα ελληνικά νησιά, και από άλλες ενέργειες που κινητοποιούσαν τις Αρχές μας και την κυβέρνησή μας. Σποραδικές δηλώσεις τούρκων αξιωματούχων, όπως και διά μέσω τρίτων, δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη διασάλευση αυτής της ηρεμίας, για τις οποίες μια απλή ρηματική διακοίνωση ή μια επιστολή στον ΟΗΕ αρκούν για να την αποκαταστήσουν.
Αλλά αυτή η ηρεμία είναι εύθραυστη και εξαρτάται από μια προϋπόθεση: ότι η Ελλάδα δεν θα προχωρήσει σε καμία κίνηση στο Αιγαίο, χωρίς την αποδοχή της Τουρκίας, κι αν, ακόμα, πρόκειται για απολύτως νόμιμη ενέργεια, που δεν έχει να κάνει με την κυριαρχία ή τα κυριαρχικά δικαιώματα της γειτονικής μας χώρας. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας στρεβλής ερμηνείας που η Τουρκία έχει δώσει στη Διακήρυξη των Αθηνών και που δεν μπορεί να έχει βαρύτητα σε οποιονδήποτε καλόπιστο αναγνώστη του κειμένου της.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το επεισόδιο στα ανοιχτά της Κάσου, όπου τουρκικό πολεμικό πλοίο απαγόρευσε τη συνέχιση ερευνών σε πλοίο το οποίο έκανε έρευνες για την πόντιση του καλωδίου του GSI (Great Sea Interconnector), που μελλοντικά θα συνδέει την Ελλάδα με την Κύπρο, και που το τελευταίο διάστημα έχει τεθεί σε αμφισβήτηση από την Κυπριακή Δημοκρατία, με μια ανεξήγητη δικαιολογία, που πρέπει να υποκρύπτει άλλες σκοπιμότητες.
Στο επεισόδιο αυτό, η Τουρκία θεωρώντας ότι η πόντιση του καλωδίου και οι προπαρασκευαστικές εργασίες γι΄ αυτό παραβιάζουν οριοθετημένη περιοχή, του τουρκολιβυκού μνημονίου, παρεμπόδισε την έρευνα, αφού δεν υπήρχε ελληνικό διάβημα προς τις Αρχές για να γνωστοποιήσει, τουλάχιστον, την ενέργεια αυτήν. Το Διεθνές Δίκαιο, όμως, δεν απαιτεί από ένα κράτος να προβεί σε μια τέτοια ενέργεια, καθώς σύμφωνα με τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (το οποίο έχει μετατραπεί και σε εθιμικό δίκαιο) η πόντιση καλωδίων και αγωγών απολαμβάνουν των ελευθεριών της θάλασσας, όπως αυτές περιγράφονται στο σχετικό άρθρο. Κατά συνέπεια, και κατά μείζονα λόγο, οι προπαρασκευαστικές ενέργειες γι’ αυτόν τον σκοπό είναι ελεύθερες και δεν απαιτούν τη συναίνεση του κράτους που διατείνεται ότι έχει κυριαρχικά δικαιώματα στην περιοχή.
Το επεισόδιο στην Κάσο κατέδειξε, νομίζω, πως η ακινησία (για να χρησιμοποιήσω μια λέξη από πρόσφατο άρθρο του κ. Τ. Γιαννίτση) στα ελληνοτουρκικά δεν μπορεί να είναι μια λογική απάντηση στο ερώτημα «τι κάνουμε;». Η περίοδος αυτή μπορεί να συμφέρει και τις δύο πλευρές, αλλά δεν αποτελεί λύση, ούτε εξασφαλίζει μια μονιμότητα στις σχέσεις. Το πρώτο επεισόδιο μπορεί να τη διαταράξει και να ανατρέψει κάθε προγραμματισμό που στηριχτήκαμε σε αυτήν.
Δυο λύσεις, λοιπόν, υπάρχουν: είτε να υπάρξει μια ένοπλη σύγκρουση, που θα επιφέρει τις παρεμβάσεις δυνάμεων εξωγενών και μοιραία θα οδηγήσει σε διαπραγματεύσεις, είτε η διεθνής δικαστική οδός ως ο μόνος ειρηνικός τρόπος επίλυσης των προβλημάτων. Η μέθοδος των διμερών διαπραγματεύσεων δεν οδηγεί πουθενά, εφόσον ουσιαστικά οι διερευνητικές επαφές και το σημερινό υποκατάστατό τους δεν έχουν καταφέρει να λειάνουν τις διαφορές είκοσι πέντε χρόνια τώρα.
Ελπίζω, αλλά δεν το πιστεύω, πως η επικείμενη συνάντηση του κ. Κυρ. Μητσοτάκη με τον κ. Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, στα περιθώρια της Γενικής Συνέλευσης, μπορούν να μας βγάλουν από την τρέχουσα ακινησία. Γι’ αυτό χρειάζεται καλή προετοιμασία και πολιτικό σθένος. Για να ξεπεράσουμε τα αδιέξοδα πρέπει και οι δύο χώρες να κάνουμε συμβιβασμούς και υποχωρήσεις στις παρούσες διεκδικήσεις τους.
Η μεν Ελλάδα θα πρέπει να υποχωρήσει στο θέμα της διεκδίκησης «12 ν.μ. παντού στην αιγιαλίτιδα», περιορίζοντάς το σε μια αιγιαλίτιδα 12 ν.μ. στις ηπειρωτικές ακτές του Αιγαίου –κάτι που είχε δεχτεί η Τουρκία στις διερευνητικές επαφές του 2003 – και σε 12 ν.μ. στα νότια της Κρήτης, στις ανατολικές ακτές των Δωδεκανήσων και στις νότιες του Καστελλόριζου, που όλες αυτές βρίσκονται εκτός του κρίσιμου χώρου για την Τουρκία και τις άλλες χώρες που είναι χρήστες του Αιγαίου πελάγους. Η δε Τουρκία να άρει αυτονοήτως το casus belli και να δεχθεί να καταγγείλει το τουρκολιβυκό μνημόνιο, αποδεχόμενη ότι τα νησιά δικαιούνται υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, έστω με μειωμένη επήρεια, «κατά τας συνταγάς» του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης.
Υστερα από τέτοιες εξελίξεις, που φαντάζουν ονειρικές, απομένει ένα συνυποσχετικό για την παραπομπή στο Δικαστήριο της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ, ως η μόνη διέξοδος στην αδιέξοδη προσπάθεια να βρεθεί λύση μέσω διμερών διαπραγματεύσεων. Και το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης θα δεχθεί μια προσφυγή, παρακάμπτοντας τον κανόνα της προηγούμενης εξάντλησης διμερών διαβουλεύσεων για την επίλυση της διαφοράς, από τη στιγμή που επί είκοσι πέντε χρόνια δεν κατορθώσαμε να βρούμε λύση μέσω των διερευνητικών επαφών.
Οσο για την οργή των δήθεν εθνικοφρόνων πως απεμπολούμε ένα δικαίωμά μας με τον περιορισμό της διεκδίκησης για τα 12 ν.μ., να τους υπενθυμίσουμε τα λόγια του αειμνήστου Κ. Καραμανλή ο οποίος είχε τονίσει πως «το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη… Στο Αιγαίο υπάρχουν χωρικά ύδατα και διεθνή ύδατα και ενόψει αυτής της καταστάσεως η Τουρκία έχει ορισμένα δικαιώματα στο Αιγαίο… και στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Η Ελλάς δεν προτίθεται να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα (σημ. σ., δηλ. την αιγιαλίτιδα ζώνη) εάν διευθετηθούν όλες οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των δύο χωρών μας». Αλλά η σοφία αυτής της ρήσης επικαλύφθηκε με τον χρόνο από την επικράτηση μαξιμαλιστικών απόψεων από σχεδόν ολόκληρο τον πολιτικό κόσμο, του πατρός Μητσοτάκη και του Κ. Σημίτη εξαιρουμένων.
Φοβούμαι, όμως, πως και αυτή η ευκαιρία, της Νέας Υόρκης, θα χαθεί. Η Ελλάδα θα εμμείνει στις απόψεις της, έτσι όπως καταγράφτηκαν στον Χάρτη Χωροταξικού Σχεδιασμού και η Τουρκία στις δικές της, όπως εικονίζονται στον χάρτη της «Γαλάζιας Πατρίδας». Και ο μόνος χαμένος από αυτές τις εμμονές θα είναι η πατρίδα μας, αφού για κάθε κίνηση για την αξιοποίηση των νόμιμων δικαιωμάτων της θα βρίσκεται ενώπιον μιας απειλής πολεμικής σύγκρουσης με τη γειτονική μας χώρα, η οποία δεν διστάζει να κατεβάζει τα πολεμικά της πλοία «για ψύλλου πήδημα».
* Ο Χρήστος Ροζάκης είναι Ομότιμος καθηγητής στο ΕΚΠΑ και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών
Πηγή: Τα Νέα


0 Σχόλια