Η κυκλοφορία του βιβλίου ''Ιθάκη'' του Αλέξη Τσίπρα δεν αποτελεί απλώς μια πολιτική εξομολόγηση, αλλά μια ειλικρινή κατάθεση για το πώς λειτουργούσε η χώρα στα χρόνια πριν την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματα του βιβλίου, που ήδη συζητείται ευρέως, αφορά τη συνάντηση του 2014 με τον τότε πανίσχυρο εκδότη του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, Σταύρο Ψυχάρη. Μια συνάντηση που είχε αποκαλύψει το 2016 το «Βήμα» και που έμεινε στη δημόσια μνήμη όχι μόνο για την περίφημη «γάτα των Ιμαλαΐων» στο σπίτι της συνεργάτιδας του εκδότη, Ζωής Χαλιδιά, αλλά για το περιεχόμενο του διαλόγου — ένα περιεχόμενο που αποκαλύπτει τον σκληρό πυρήνα της διαπλοκής στη χώρα.
Ο Αλέξης Τσίπρας, στο βιβλίο του, παραθέτει αυτολεξεί τη στιχομυθία. Η συζήτηση ξεκινά με τον Ψυχάρη να τον αντιμετωπίζει ως τον επερχόμενο πρωθυπουργό που πρέπει να "τα βρει" με τους πραγματικούς πυλώνες ισχύος της χώρας. Ο ίδιος γράφει:
«Στη συζήτηση ο Ψυχάρης ήταν απολύτως ευθύς. “Έρχεσαι να γίνεις πρωθυπουργός. Αν θέλεις να γίνεις ηγέτης της δημοκρατικής παράταξης, δεν μπορείς να μην έχεις μαζί σου τα μέσα ενημέρωσης που παραδοσιακά ανήκαν εκεί. Ο ΔΟΛ ήταν πάντα εκεί […]. Αυτή η σύγκρουση μεταξύ μας πρέπει να τελειώσει, αλλά και εσύ πρέπει να βοηθήσεις, γιατί βουλιάζουμε”.
“Τι σημαίνει βουλιάζουμε;” τον ρώτησα. “Ο δανεισμός”, μου απάντησε, “τα χρέη του ομίλου”.
“Και πώς το φαντάζεσαι; Εμείς δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε όπως οι προηγούμενοι, δεν είμαστε ίδιοι”, με κοίταξε σχεδόν με απογοήτευση.
“Δεν σου ζητάω να κάνεις ό,τι έκαναν εκείνοι”, μου απάντησε, “αλλά εν τοιαύτη περιπτώσει να βρεθεί μια λύση”.
“Καλά”, του είπα, “και πώς θα αντέξετε αυτή τη στροφή; Εσείς έχετε κτίσει εδώ και καιρό σκληρό αντι-ΣΥΡΙΖΑ προφίλ”.
Εκεί με κοίταξε σχεδόν χαμογελώντας. Και μου είπε το πιο ωμά ειλικρινές πράγμα: “Κοίταξε, οι εφημερίδες είναι σαν τις βιτρίνες των καταστημάτων. Μια φορά έχουν καλοκαιρινά, μια φορά χειμωνιάτικα, το μαγαζί είναι το ίδιο, δεν αλλάζει”».
Η στιχομυθία αυτή δεν είναι απλώς ιστορική. Είναι αποκαλυπτική. Δείχνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τη νοοτροπία ενός συστήματος που για δεκαετίες θεωρούσε αυτονόητο ότι οι πολιτικές ηγεσίες οφείλουν να προσαρμόζονται στις ανάγκες των οικονομικών ομίλων και όχι το αντίστροφο. Για τον Ψυχάρη —και για ένα ολόκληρο σύστημα που εκπροσωπούσε— η πολιτική ήταν ένα παζάρι: τα μέσα ενημέρωσης ως εργαλείο πίεσης, οι εκδοτικοί οργανισμοί ως μοχλός επιρροής, οι κυβερνήσεις ως εν δυνάμει συνεργάτες που οφείλουν να «ρυθμίζουν» την αγορά προς όφελος των ισχυρών.
Ακριβώς αυτό το πλαίσιο αναδεικνύει η αφήγηση του Τσίπρα: το θράσος της παλαιάς οικονομικής ελίτ να προσεγγίζει έναν πολιτικό αρχηγό που προετοιμαζόταν να αναλάβει την εξουσία και να του ζητά —ουσιαστικά— να συμμετάσχει σε ένα καθεστώς "διευθετήσεων". Να αποδεχθεί τη λογική ότι η εξουσία δεν ασκείται από την κυβέρνηση, αλλά από τα συμφέροντα που βρίσκονται πίσω από τις «βιτρίνες».
Και όμως, εκείνη τη στιγμή αναδεικνύεται καθαρά η προσωπική ακεραιότητα του Αλέξη Τσίπρα. Δεν είχε τίποτα να κερδίσει λέγοντας στον Ψυχάρη ότι «δεν είμαστε ίδιοι». Ήξερε ότι από εκείνη τη στιγμή μπροστά του δεν είχε έναν ιδιώτη με οικονομικά προβλήματα, αλλά έναν από τους ισχυρότερους παράγοντες της δημόσιας σφαίρας. Ήξερε επίσης ότι ο δρόμος της άρνησης θα σήμαινε σύγκρουση: με μέσα ενημέρωσης, με επιχειρηματικά συμφέροντα, με ένα δίκτυο σχέσεων που επί δεκαετίες διαμόρφωνε κυβερνήσεις και πολιτικές αποφάσεις.
Κι όμως, επέλεξε τη σύγκρουση. Και αυτό είναι το πολιτικό βάρος της αφήγησης.
H ''Ιθάκη'' δεν επιχειρεί να ωραιοποιήσει το παρελθόν. Αντίθετα, αποτυπώνει με καθαρότητα τη δομή της εξουσίας στη μεταπολιτευτική Ελλάδα: μια δομή που θεωρούσε φυσιολογικό να απαιτεί εξυπηρετήσεις, διαχείριση χρεών και «λύσεις» από επίδοξους πρωθυπουργούς. Η φράση του Ψυχάρη για τις εφημερίδες —«σαν τις βιτρίνες των καταστημάτων»— συνοψίζει ολόκληρη την ιδεολογία της διαπλοκής: η ενημέρωση ως εμπόρευμα, οι πολίτες ως καταναλωτές χειραγώγησης, η δημοκρατία ως βιτρίνα που εναλλάσσει χρώματα, αλλά πίσω της μένει πάντα το ίδιο «μαγαζί».
Για πρώτη φορά, ένας πολιτικός αρχηγός δεν αποδέχθηκε τη λογική αυτή, και μάλιστα όχι με υπαινιγμούς αλλά κατά πρόσωπο. Η στάση του Τσίπρα εκείνη τη στιγμή υπενθυμίζει γιατί το σύστημα τον αντιμετώπισε εξαρχής ως απειλή: γιατί δεν μπήκε στη λογική του «πάρε-δώσε», γιατί δεν δέχθηκε να γίνει μέρος του προβλήματος, γιατί αρνήθηκε να νομιμοποιήσει έναν μηχανισμό που βύθισε τη χώρα σε χρέη, κρίση και παρασκηνιακούς εκβιασμούς.
Η Ιθάκη αποτελεί, τελικά, όχι μόνο βιβλίο πολιτικής μνήμης αλλά και αποκαλυπτική μαρτυρία για το πώς λειτουργούσε —και εν μέρει ακόμη λειτουργεί— η ελληνική οικονομική ελίτ. Μια ελίτ με αυτοπεποίθηση ότι έχει το δικαίωμα να «ζητά λύσεις» από πρωθυπουργούς, που αντιμετωπίζει τα μέσα ενημέρωσης ως στρατηγικό όπλο και που θεωρεί αυτονόητο πως όποιος ανεβαίνει στην εξουσία οφείλει να προσαρμόζεται στις ανάγκες της.
Και ακριβώς μέσα από αυτή την ιστορία αναδεικνύεται η αξία της προσωπικής στάσης του Τσίπρα: όχι ως αφήγημα αυτοδικαίωσης, αλλά ως τεκμήριο πολιτικής ακεραιότητας. Σε μια χώρα όπου η δημοκρατία συχνά δοκιμάζεται όχι από θεσμικούς αντιπάλους, αλλά από εξωθεσμικά κέντρα εξουσίας, η επιλογή του να πει «δεν είμαστε ίδιοι» δεν ήταν απλώς μια φράση. Ήταν μια πράξη.

0 Σχόλια