Η προσωρινή διαταγή του Πρωτοδικείου υπέρ του εκδοτικού οίκου Gutenberg, που υποχρεώνει τη Documento Media να αποσύρει τα αποσπάσματα από το υπό κυκλοφορία βιβλίο του Αλέξη Τσίπρα «Ιθάκη», ήταν η θρυαλίδα για μια σύγκρουση που «σιγόβραζε» εδώ και χρόνια. Ο Κώστας Βαξεβάνης, αντί να αντιμετωπίσει την υπόθεση ως αυτό που αντικειμενικά είναι –μια νομική διαφορά ανάμεσα σε δύο εκδοτικούς για τα πνευματικά δικαιώματα– επέλεξε να την ανάγει σε υπαρξιακή μάχη για την ελευθερία του Τύπου, στρέφοντας τα πυρά του προσωπικά στον Αλέξη Τσίπρα.
Με δηλώσεις του σε ραδιόφωνο και αναρτήσεις, ο εκδότης του Documento δήλωσε πως «πρώτη φορά μετάνιωσα που στήριξα τον Τσίπρα» και τον κατηγόρησε ότι, «κρυπτόμενος πίσω από τον εκδότη του», πέτυχε «την πρώτη στην Ελλάδα απόφαση προληπτικής λογοκρισίας», καλώντας μάλιστα τον πρώην πρωθυπουργό «να στείλει να με συλλάβουν». Δεν έχουμε λοιπόν μόνο μια νομική διαφορά. Έχουμε έναν πρώην προνομιακό συνομιλητή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, που επιχειρεί να διαγράψει το παρελθόν του και να εμφανιστεί σήμερα ως διωκόμενος από το ίδιο πολιτικό πρόσωπο που για χρόνια στήριζε πολιτικά, συμβολικά και επικοινωνιακά.
Δεν χρειάζεται να έχει κανείς κοντή μνήμη. Για μια σχεδόν δεκαετία, οι δρόμοι Τσίπρα και Βαξεβάνη πορεύτηκαν παράλληλα – κι αρκετές φορές, πολύ στενά. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, απέναντι σε ένα ασφυκτικό μιντιακό περιβάλλον της Δεξιάς, βρήκε στο Documento έναν ισχυρό σύμμαχο στον πόλεμο των αποκαλύψεων: Novartis, υποθέσεις διαφθοράς, σκάνδαλα με τραπεζικά δάνεια ΜΜΕ, παρακολουθήσεις και παρακράτος. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που κατήγγελλαν ότι η εφημερίδα λειτουργούσε ως «παράρτημα» της τότε κυβέρνησης. Ο ίδιος ο Βαξεβάνης δεν έκρυψε ότι βρισκόταν σε ανοιχτό πόλεμο με το σύστημα Μητσοτάκη – κι αυτό, σε μεγάλο βαθμό, τροφοδότησε τόσο την πολιτική όσο και τη δημόσια ταυτότητά του.
Από την άλλη, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν διέψευσε πραγματικά τη στενή σχέση. Ο Τσίπρας αξιοποίησε πολιτικά τη δουλειά του Documento ως αντίβαρο σε ένα βαθύ σύστημα δεξιών media. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Βαξεβάνης δεν ήταν ένας ακόμη εκδότης. Ήταν ένας de facto «σύμμαχος», ένας άνθρωπος που μιλούσε συχνά σαν να βρίσκεται μέσα στο στρατόπεδο της Αριστεράς, και όχι απλώς δίπλα της.
Η φιλοδοξία όμως δεν έμεινε εκεί. Ο Βαξεβάνης δεν αρκέστηκε στην κλασική θέση ενός μαχητικού ερευνητή-δημοσιογράφου. Πολύ πριν το σημερινό ξέσπασμα, είχε δείξει ότι επιθυμούσε να είναι ο προνομιακός διαμεσολαβητής ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και την κοινωνία, να καθοδηγεί τη συζήτηση για το ποιος αξίζει να ηγηθεί και με ποιο αφήγημα.
Έτσι φτάνουμε στο σήμερα. Στην υπόθεση «Ιθάκη», ο Gutenberg προσφεύγει στη Δικαιοσύνη, ζητώντας να προστατευθούν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Το δικαστήριο εκδίδει προσωρινή διαταγή, με την οποία διατάσσει την απόσυρση των αποσπασμάτων μέχρι την κυκλοφορία του βιβλίου και τη συζήτηση των ασφαλιστικών μέτρων. Αντί ο Βαξεβάνης να δώσει τη μάχη στο επίπεδο του νομικού επιχειρήματος –αν θεωρεί ότι έχει δίκιο, δικαίωμά του– επιλέγει να μετατρέψει τον Τσίπρα σε… Μητσοτάκη.
Εδώ όμως ξεχειλώνει κάθε έννοια πολιτικής σοβαρότητας. Άλλο η θεσμική ισχύς ενός εν ενεργεία πρωθυπουργού που ελέγχει κράτος, μηχανισμούς και μιντιακά δίκτυα. Κι άλλο μια νομική διαφορά –δικαιολογημένη ή όχι– ανάμεσα σε έναν πρώην πρωθυπουργό (μέσω του εκδοτικού οίκου του βιβλίου του) και μια εφημερίδα.
Η εξίσωση που επιχειρεί ο Βαξεβάνης δεν πλήττει τον Τσίπρα. Πλήττει την ίδια την έννοια της πολιτικής διάκρισης: «όλοι ίδιοι», «όλοι λογοκρίνουν», «όλοι κυνηγούν το Documento». Κι αυτή η ρητορική, στην πράξη, μόνο έναν ευνοεί: τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος βλέπει τον αντίπαλο χώρο να αυτοϋπονομεύεται και να αφομοιώνει ακόμη και το αφήγημα της γενικευμένης ισοπέδωσης.
Ο Κώστας Βαξεβάνης έχει παίξει αναμφίβολα σημαντικό ρόλο σε μεγάλες υποθέσεις διαφθοράς και έχει δεχθεί σκληρές επιθέσεις από το σύστημα εξουσίας. Αυτό όμως δεν του δίνει «λευκή επιταγή» να ξαναγράφει την ιστορία των σχέσεών του με την Αριστερά ούτε να μετατρέπει κάθε εκδοτική σύγκρουση σε προσωπική σταυροφορία.
Κάποια στιγμή πρέπει να αποφασίσει: θέλει να είναι μαχητικός δημοσιογράφος που ελέγχει κάθε εξουσία, χωρίς προνόμια και ειδικές προσβάσεις; Ή θέλει να είναι πολιτικός παίκτης, που απαιτεί να είναι ο «εκ των ων ουκ άνευ» συνομιλητής της ηγεσίας της Αριστεράς και αντιδρά όταν χάνει αυτόν τον ρόλο;
Γιατί και τα δύο μαζί δεν γίνονται. Και όταν επιλέγεις τον δεύτερο δρόμο, είναι αναμενόμενο ότι κάποια στιγμή η πραγματικότητα δεν θα σε χωρέσει. Τότε, αντί για αυτοκριτική, είναι πολύ εύκολο να καταφεύγεις στην απλουστευτική εξίσωση «όλοι ίδιοι». Μόνο που αυτή η εξίσωση δεν υπηρετεί ούτε την Αριστερά ούτε την ελευθερία του Τύπου. Υπηρετεί απλώς την ανάγκη ενός εκδότη να εξηγήσει γιατί από προνομιακός συνομιλητής, σήμερα βρίσκεται απέναντι σε εκείνους που κάποτε στήριζε.

0 Σχόλια