Η 13η Δεκεμβρίου 1967 δεν είναι απλώς μια υποσημείωση στην ιστορία της δικτατορίας. Είναι η ημέρα που αποκαλύφθηκε, χωρίς προσχήματα, ο πραγματικός ρόλος της μοναρχίας και του Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ: όχι ως αντίπαλος της χούντας, αλλά ως επίδοξος συνδιαχειριστής της εξουσίας, ως εναλλακτικός δικτάτορας σε αναμονή. Το αποτυχημένο βασιλικό στρατιωτικό κίνημα δεν ήταν πράξη «αντίστασης». Ήταν μια προσπάθεια αντικατάστασης της χούντας των συνταγματαρχών από τη χούντα των στρατηγών, με βασιλική σφραγίδα.
Η ιστορική αλήθεια είναι ενοχλητική για όσους επιμένουν να εξωραΐζουν τον ρόλο του Στέμματος. Την περίοδο που οι συνταγματάρχες προετοίμαζαν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, ο Κωνσταντίνος ετοίμαζε το δικό του. Όχι για να υπερασπιστεί τη δημοκρατία, αλλά για να την καταλύσει πρώτος, με τη «νόμιμη» υποστήριξη της στρατιωτικής ηγεσίας. Η πρώτη του απόπειρα έγινε σε συνθήκες –τυπικά– κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η δεύτερη, τον Δεκέμβρη του ’67, έγινε όταν άλλοι είχαν ήδη προλάβει να εγκαθιδρύσουν τη δικτατορία. Και στις δύο περιπτώσεις απέτυχε.
Μετά τη δεύτερη αποτυχία, ο βασιλιάς και η οικογένειά του εγκατέλειψαν τη χώρα. Από την ασφάλεια του εξωτερικού, επιδόθηκαν σε μια καλοδουλεμένη εκστρατεία αυτοθυματοποίησης, παριστάνοντας τους διωκόμενους δημοκράτες και τους αντιστασιακούς. Το αποκορύφωμα του πολιτικού κυνισμού ήταν η παρουσίαση μιας φωτογραφίας –της ορκωμοσίας της πρώτης χουντικής κυβέρνησης– ως «κορυφαίας πράξης αντίστασης», επειδή ο Κωνσταντίνος φαινόταν… συνοφρυωμένος. Αυτή ήταν, σύμφωνα με τον ίδιο, η σιωπηλή του διαμαρτυρία προς τον ελληνικό λαό.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ λιγότερο ρομαντική και πολύ περισσότερο αποκαλυπτική. Ο έκπτωτος βασιλιάς συνέχισε να εισπράττει κανονικά τη βασιλική επιχορήγηση μέχρι το 1973. Όχι μόνο δεν ήρθε σε ρήξη με τη δικτατορία, αλλά έστειλε και συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Γεώργιο Παπαδόπουλο «επί τη διασώσει», μετά την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του από τον Αλέκο Παναγούλη. Μια κίνηση που μιλά από μόνη της για το ποια πλευρά θεωρούσε «θεσμική» και ποια εχθρική.
Ακόμη πιο αποκαλυπτικά είναι τα απόρρητα έγγραφα που ήρθαν στο φως το 2006, μέσα από τη μελέτη του ιστορικού Μόενς Πελτ Tying Greece to the West. Εκεί καταγράφεται ένας Κωνσταντίνος πρόθυμος να ταπεινωθεί πολιτικά, προτείνοντας στους ίδιους τους συνταγματάρχες να τεθεί υπό ολοήμερη επιτήρηση, μέχρι να «αποκατασταθεί» η εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπό του. Όχι ακριβώς η στάση ενός ασυμβίβαστου αντιστασιακού.
Στις επαφές του με Αμερικανούς διπλωμάτες, δεν έκρυβε τη διάθεσή του να λειτουργήσει ως χρήσιμος σύμμαχος της χούντας. Εγκωμίαζε με απίστευτη ελαφρότητα ακόμη και ασήμαντες λεπτομέρειες του καθεστώτος, όπως το… κέντημα της συζύγου του Παπαδόπουλου, και δήλωνε αντίθετος σε κάθε διεθνή πίεση για αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών. Προσφερόταν μάλιστα να συμβάλει ενεργά στην αναστολή της διεθνούς κριτικής, ώστε να επανεκκινήσει απρόσκοπτα η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια προς τη δικτατορία.
Κάθε φωνή κριτικής από Έλληνες στο εξωτερικό χαρακτηριζόταν από τον ίδιο «αντιπατριωτική». Αποδεχόταν πλήρως το δικτατορικό Σύνταγμα του 1968 και δεν είχε καμία πρόθεση να αποκαταστήσει ούτε καν τους αξιωματικούς που τον είχαν στηρίξει στο αποτυχημένο κίνημα του 1967. Η «δημοκρατία» του είχε σαφή όρια: όσα δεν έθιγαν τον ρόλο του ίδιου και της τάξης που εκπροσωπούσε.
Κι όμως, το 1974, στο μήνυμά του ενόψει του δημοψηφίσματος, έφτασε στο σημείο να ισχυριστεί ότι «επρωτοστάτησα και ηγωνίσθην» κατά της χούντας και ότι «δεν έπαυσα να αγωνίζομαι δια την απελευθέρωσιν της Πατρίδος». Ήταν η τελευταία πράξη μιας μακράς πολιτικής υποκρισίας.
Η απάντηση δόθηκε καθαρά και αδιαμφισβήτητα από τον ελληνικό λαό. Η μοναρχία, το στέμμα και οι μύθοι περί «εθνάρχη βασιλιά» κατέρρευσαν οριστικά. Και μαζί τους κατέρρευσε και η αφήγηση της αστικής δεξιάς που, μέχρι σήμερα, προσπαθεί να ξεπλύνει τον ρόλο της μοναρχίας και να τη διαχωρίσει τεχνητά από τη δικτατορία. Η 13η Δεκεμβρίου 1967 θυμίζει ότι δεν ήταν αντίπαλοι. Ήταν διαφορετικές εκδοχές της ίδιας αντιδημοκρατικής εξουσίας.

0 Σχόλια