Δεν είναι μυστικό ότι ο Aλέξης Τσίπρας, συνεχίζει να διατηρεί ισχυρή απήχηση στην ίδια δεξαμενή ψηφοφόρων που άλλοτε εξέθρεψε το ΠΑΣΟΚ. Εξάλλου, η δεκαετία 2010–2020 έδειξε με εμφατικό τρόπο ότι ένα μεγάλο μέρος της βάσης του Κινήματος στράφηκε στον Τσίπρα, όχι μόνο από αγανάκτηση, αλλά και από προσδοκία ότι μια νέα πολιτική ηγεμονία μπορούσε να εκφράσει την προοδευτική ταυτότητα που είχε θολώσει στα χρόνια των μνημονίων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόσφατη παρέμβαση του Οδυσσέα Κωνσταντινόπουλου δεν εξέπληξε. Με τη γνωστή του ευθύτητα, υπενθύμισε πως αν το ΠΑΣΟΚ είχε φτάσει στο 22%, ο Τσίπρας δεν θα είχε επιστρέψει στο προσκήνιο. Η φράση αυτή δεν ήταν ένα τυχαίο επικοινωνιακό πυροτέχνημα· ήταν η συμπύκνωση μιας βαθύτερης ανησυχίας που κυκλοφορεί στους διαδρόμους της Χαριλάου Τρικούπη: ότι η πολιτική παρουσία του Αλέξη Τσίπρα αποτελεί ένδειξη αδυναμίας του ΠΑΣΟΚ να ξαναπιάσει το νήμα με το ιστορικό του κοινό.
Σε αυτή τη συζήτηση εισέρχεται και ο Παύλος Γερουλάνος, ίσως ο πιο συνεπής φορέας της «παραδοσιακής» σοσιαλδημοκρατίας εντός του ΠΑΣΟΚ. Τον περασμένο Σεπτέμβριο μιλούσε για τη «βελόνα που δεν κινείται» στο κόμμα. Σήμερα, Δεκέμβριο πια, διατηρεί τις ενστάσεις του – και αυτό δεν μπορεί να αγνοηθεί. Όταν ένα στέλεχος με προφίλ μετριοπαθές και ιστορικά προσηλωμένο στην ανανέωση επιμένει ότι το συνέδριο δεν πρέπει να εξελιχθεί σε μια διαδικασία επικύρωσης εσωτερικών ισορροπιών, τότε το μήνυμα είναι σαφές: το ΠΑΣΟΚ έχει φτάσει στα όριά του. Χρειάζεται άλμα, όχι απλώς «τσίμπημα», όπως εύστοχα υπενθύμισε ο ίδιος.
Αν αυτό το άλμα δεν επιτευχθεί μέχρι τον Φεβρουάριο του 2026, τότε οι ισορροπίες στο συνέδριο θα είναι ασφυκτικές. Ο Νίκος Ανδρουλάκης, με τη σειρά του, επιχειρεί να μετατοπίσει το πολιτικό βάρος, λέγοντας ότι «δεν κρίνεται μόνο ο αρχηγός, αλλά και τα στελέχη». Η παρατήρηση αυτή εμπεριέχει δόση αλήθειας, αλλά και μια έμμεση παραδοχή: η ηγεσία δεν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να επιβάλει ένα πειστικό αφήγημα πολιτικής προοπτικής. Αντίθετα, μοιάζει να μεταφέρει την ευθύνη σε ένα συλλογικό σώμα που ήδη δοκιμάζεται, αναζητώντας νέες ισορροπίες εν μέσω εσωτερικών τριβών.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται το παράδοξο: όσο το ΠΑΣΟΚ δυσκολεύεται να βρει καθαρή στρατηγική, ο Αλέξης Τσίπρας –που πολλοί στο Κίνημα θα προτιμούσαν να αγνοήσουν– ενισχύει τη συμβολική του ισχύ. Αρέσει ή όχι, αποτελεί τον μοναδικό πολιτικό στον χώρο της Κεντροαριστεράς που μπορεί ακόμη να κινητοποιήσει ευρύτερα ακροατήρια, να παράγει πολιτικό ενδιαφέρον και να καθορίζει την ατζέντα, ακόμη και ως «εξωτερικός» παράγοντας. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν θα «αλιεύσει» ψηφοφόρους από το ΠΑΣΟΚ, αλλά γιατί αυτοί οι ψηφοφόροι παραμένουν διαθέσιμοι προς αλίευση.
Αν ο Τσίπρας εμφανιστεί δεύτερος σε δημοσκοπήσεις λίγο πριν το συνέδριο, τότε η δυναμική του θα είναι ακόμη πιο ισχυρή. Αν δε, μετά τις εκλογές –όποτε κι αν γίνουν– προηγηθεί του ΠΑΣΟΚ, τότε το κόμμα του Ανδρουλάκη, κινδυνεύει να βρεθεί σε κρίση που δεν θα είναι απλώς οργανωτική ή συγκυριακή. Και ναι, αυτή η κρίση ίσως αποδειχθεί «η τελευταία».
Η πραγματικότητα είναι ότι ο προοδευτικός χώρος δεν μπορεί να ανασυγκροτηθεί χωρίς μια σοβαρή συζήτηση για τον ρόλο του Αλέξη Τσίπρα. Το ΠΑΣΟΚ μπορεί να τον αγνοεί ρητορικά, να τον αντιμετωπίζει ως «παρελθόν» ή ως εμπόδιο, όμως τα κοινωνικά στρώματα που εκπροσωπεί, οι πολιτικές του αναφορές και η ηγετική του αναγνωρισιμότητα εξακολουθούν να τον καθιστούν καθοριστικό παράγοντα για το μέλλον της Κεντροαριστεράς. Κι όσο το ΠΑΣΟΚ επιμένει να θεωρεί τη σχέση μαζί του μια απλή αριθμητική διεκδίκηση ψηφοφόρων, τόσο χάνει το ουσιαστικό διακύβευμα.
Το συνέδριο του Μαρτίου δεν θα κρίνει απλώς πρόσωπα και ισορροπίες. Θα κρίνει αν το ΠΑΣΟΚ είναι έτοιμο να επανεφεύρει τον ρόλο του ή να μείνει άθυρμα μιας πολιτικής συγκυρίας που το ξεπερνά. Και σε αυτή την αρένα, ο Αλέξης Τσίπρας –με όλες τις αντιφάσεις και τις σκιές του– παραμένει ο μόνος που μπορεί ακόμη να καθορίζει το παιχνίδι.

0 Σχόλια