Υπάρχει μια σταθερά στη σύγχρονη ελληνική πολιτική σκηνή: κάθε φορά που ο Αλέξης Τσίπρας επανεμφανίζεται δυναμικά, ολόκληρος ο μηχανισμός της αστικής δεξιάς και της λαϊκίστικης ακροδεξιάς τίθεται σε κατάσταση συναγερμού. Όχι επειδή «φοβάται» τον ριζοσπαστισμό του – όπως διακηρύσσουν οι ίδιοι για να κρυφτούν πίσω από εύκολα συνθήματα –, αλλά επειδή για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες η προοδευτική παράταξη απέκτησε και πάλι έναν ηγέτη με πραγματικό χάρισμα, διεισδυτικότητα, πολιτική σκέψη και ικανότητα να εμπνέει. Κάποιον που μπορεί πράγματι να απειλήσει την καθεστωτική κατοχύρωση της εξουσίας που απολαμβάνει η δεξιά από το 2019.
Γιατί όλος αυτός ο αντι-Τσίπρας λόγος; Γιατί αυτή η μανία σπίλωσης; Γιατί το μίσος που προβάλλεται σχεδόν τελετουργικά από τα κέντρα της αστικής τάξης και από τα βουβά της φερέφωνα; Η απάντηση είναι απλή: ο Αλέξης Τσίπρας είναι ο μόνος που μπορεί πραγματικά να τους πάρει από τη θέση ισχύος στην οποία βολεύτηκαν τα τελευταία χρόνια. Είναι ο μόνος που απειλεί τα προνόμια, τους αρμούς, τα δίκτυα και τις σχέσεις εξουσίας που στήθηκαν πάνω σε σκάνδαλα όπως αυτό του ΟΠΕΚΕΠΕ, σε απευθείας αναθέσεις, σε ένα βαθιά άνισο μοντέλο ανάπτυξης που ωφέλησε λίγους και ζημίωσε πολλούς.
Γι’ αυτό και δεν μπορούν να χωνέψουν ότι ο Τσίπρας επιστρέφει με αξιώσεις. Επιστρέφει με πολιτική προοπτική, με κοινωνική απήχηση, με τη λάμψη που τους έλειπε από την ημέρα που εγκατέλειψε το Μέγαρο Μαξίμου. Και το χειρότερο για αυτούς; Επιστρέφει με τη δυνατότητα να γίνει ξανά πρωθυπουργός, να φέρει ξανά την κεντροαριστερά και την ευρύτερη δημοκρατική παράταξη στην εξουσία, ανατρέποντας τον σχεδιασμό τους για μια μόνιμη δεξιά ηγεμονία.
Η δεξιά και η κεντροδεξιά της τελευταίας δεκαετίας επένδυσαν συστηματικά στην κατασκευή ηγετών-βιτρίνα. Παρουσίασαν πρόσωπα ανέμπνευστα ως «ικανότατους», προέβαλαν την επικοινωνία ως ουσία, έντυσαν με τεχνητό κύρος ανθρώπους που σε οποιαδήποτε προηγμένη ευρωπαϊκή χώρα δεν θα είχαν περάσει ούτε από τη φάση Α’ των κομματικών διαδικασιών. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ένας αυθεντικός ηγέτης, που δεν προέρχεται από τζάκια, που δεν στηρίζεται σε δυναστείες, που δεν κατασκευάστηκε από εταιρείες επικοινωνίας, αποτελεί απειλή που οι ίδιοι δεν μπορούν να διαχειριστούν.
Ο Τσίπρας δεν ήταν ποτέ μέρος του συστήματος που σήμερα τον κατηγορεί. Κι αυτό ακριβώς είναι που δεν συγχωρούν. Το ότι για μια πενταετία βρέθηκαν εκτός «κατσαρόλας», όπως συχνά σχολιάζει σκωπτικά ο κόσμος, δεν μπορούν ούτε να το ξεχάσουν ούτε να το ξαναζήσουν. Το 2015 δεν τους πλήγωσε απλώς πολιτικά· τους αφαίρεσε την αίσθηση του αυτονόητου δικαιώματος στην εξουσία. Και η ιδέα πως αυτό μπορεί να ξανασυμβεί, τους τρομάζει βαθιά.
Φτάνουμε, λοιπόν, στο πραγματικό ερώτημα: πώς γίνεται ο Τσίπρας να είναι ταυτόχρονα «σταλινικός καταληψίας» το 2012, «ανίκανος» το 2014, «μαθητευόμενος μάγος» το 2015, «επικίνδυνος» το 2016, «εθνομηδενιστής» το 2018, «Όμηρος του κόμματός του» το 2019 και «ψεύτης, παπατζής, ύπουλος» σήμερα; Πώς γίνεται ένα πρόσωπο να διαθέτει όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά που φαντάζεται ο δεξιός και ακροδεξιός λόγος και παράλληλα να έχει καταφέρει όχι μόνο να κυβερνήσει αλλά και να αποτελεί ακόμη και σήμερα την ισχυρότερη απειλή για ένα καθεστώς που παρουσιάζεται ως ακλόνητο;
Η απάντηση είναι, και πάλι, απλή: οι κατηγορίες κατασκευάζονται ανάλογα με τη συγκυρία. Όταν η προοδευτική παράταξη ανεβαίνει, ο λόγος μίσους εντείνεται. Όταν ο Τσίπρας αγαπιέται από μεγάλες κοινωνικές ομάδες, τότε το σύστημα βάζει μπρος τον μηχανισμό δυσφήμισης. Κάθε φορά και μια νέα ταμπέλα, κάθε φορά και μια νέα φανταστική απειλή, μόνο και μόνο για να εξουδετερωθεί η απήχηση ενός πολιτικού που δεν ανήκει στον στενό κύκλο των προνομιούχων.
Διότι γι’ αυτούς, η εξουσία δεν είναι θεσμική λειτουργία. Είναι λάφυρο. Είναι κληρονομικό δικαίωμα. Είναι οικονομική σχέση. Ο Αλέξης Τσίπρας διατάραξε αυτή την κανονικότητα και γι’ αυτό θεωρείται επικίνδυνος – όχι για τη χώρα, όπως θέλουν να παρουσιάζουν, αλλά για τα συμφέροντα που τους έχουν κρατήσει στην κορυφή της πυραμίδας επί δεκαετίες.
Τα καθεστώτα των δυναστειών, οι αυλοκόλακες που ζουν στα περιθώρια της εξουσίας, όσοι συνδέονται με την ιδεοληψία της δεξιάς και την προσοδοθηρία που τη συνοδεύει, θα τρέμουν πάντα ηγέτες σαν τον Τσίπρα. Ηγέτες που δεν οφείλουν τίποτα σε κανέναν, που δεν προέρχονται από τα λεγόμενα «τζάκια», που μπορούν να μιλήσουν στον λαό χωρίς να ζητήσουν μεσολάβηση.
Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος του μίσους. Όχι ο ιδεολογικός, όχι ο πολιτικός. Η απειλή ότι η προοδευτική παράταξη – με τον Τσίπρα μπροστά – μπορεί να επιστρέψει στην εξουσία, στερώντας από την αστική δεξιά και τη λαϊκίστικη ακροδεξιά το μονοπώλιο των αρμών της.
Και γι’ αυτό, όσο ο Αλέξης Τσίπρας παραμένει ενεργός, θα παραμένει και ο μεγαλύτερος φόβος τους. Ένας φόβος που μιλάει πολύ περισσότερο για αυτούς παρά για εκείνον.

0 Σχόλια