Κάθε Δεκέμβρη, ο δημόσιος λόγος στη Δεξιά ξαναγράφει –ή μάλλον παραχαράσσει– την ιστορία των Δεκεμβριανών με μια βολική αφήγηση: ότι η Ελλάδα δήθεν σώθηκε από το να μετατραπεί σε «σοβιετική δικτατορία», ότι οι Βρετανοί υπήρξαν σωτήρες και ότι η «κομμουνιστική ανταρσία» ήταν η αποκλειστική πηγή αίματος. Πρόκειται για έναν πολιτικό μύθο που ούτε ιστορική βάση έχει ούτε ηθικό έρεισμα διαθέτει. Γιατί αν κάτι χαρακτηρίζει τα Δεκεμβριανά δεν είναι η «κομμουνιστική απειλή», αλλά η μεγάλη αδικία που συντελέστηκε εις βάρος του ελληνικού λαού, με την επίσημη σφραγίδα των τότε κυβερνώντων και την έμπρακτη επιβολή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Η Δεξιά εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι η Ελλάδα θα κατέληγε κομμουνιστική δικτατορία της ΕΣΣΔ. Κι όμως, η πραγματικότητα είναι αμείλικτη: η Μόσχα δεν επεδίωξε ποτέ την Ελλάδα· είχε ήδη αποδεχθεί, από τα παζάρια Τσώρτσιλ–Στάλιν, ότι η χώρα θα αποτελούσε βρετανική ζώνη επιρροής. Η Ελλάδα, δηλαδή, είχε «κατανεμηθεί» χωρίς ούτε ένας Έλληνας να ρωτηθεί. Ποια «σοβιετική απειλή» λοιπόν; Το αφήγημα αυτό είναι μονάχα ένα ιδεολογικό άλλοθι που επινοήθηκε για να νομιμοποιήσει τη βία και την καταστολή που επακολούθησε.
Την ίδια στιγμή, η θεμελιώδης αδικία της απελευθέρωσης ήταν πασιφανής: ενώ σε όλη την Ευρώπη οι συνεργάτες των Γερμανών δικάστηκαν και πλήρωσαν για τα εγκλήματά τους, στην Ελλάδα επικράτησε μια σιωπηρή αμνηστία. Οι δωσίλογοι, οι ασφαλίτες της Κατοχής, οι καταδότες και οι δήμιοι του ελληνικού λαού όχι μόνο απέφυγαν τις ποινές, αλλά επανεντάχθηκαν σε θέσεις εξουσίας. Αντί οι προδότες να καθίσουν στο εδώλιο, βρέθηκαν στις πρώτες γραμμές της «εθνικής τάξης», την ώρα που ο λαός, που είχε δώσει το αίμα του για την ελευθερία, παρακολουθούσε με οργή και αγανάκτηση το ίδιο κράτος να υιοθετεί εκείνα τα ίδια πρόσωπα ως στηρίγματα της εξουσίας.
Και τότε ήρθαν οι Βρετανοί. Όχι ως απελευθερωτές, αλλά ως επιβλέποντες κατακτητές που αντιμετώπισαν τον ελληνικό λαό σαν υπήκοους αποικίας και όχι συμμάχους. Τέσσερα χρόνια δεν πάτησαν το πόδι τους στην Ελλάδα όσο εκείνη σφαζόταν από τους ναζί. Όμως, μόλις έφυγαν οι Γερμανοί, εμφανίστηκαν σαν «κηδεμόνες» για να επιβάλουν τη δική τους πολιτική πραγματικότητα. Απαγόρευσαν πολιτικές δραστηριότητες, ποινικοποίησαν το λαϊκό κίνημα, και στήριξαν μια κυβέρνηση πλήρως ευθυγραμμισμένη με τα στρατηγικά τους συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Όλα αυτά αποτυπώθηκαν ξεκάθαρα στη διαβόητη οδηγία του Βρετανού στρατάρχη Ρόναλντ Σκόμπι, ο οποίος έδωσε εντολή στις δυνάμεις ασφαλείας να ενεργούν «ως εάν βρίσκονταν σε χώρα του στέμματος όπου έχει ξεσπάσει εξέγερση». Δεν ήταν πια σύμμαχοι. Ήταν δυνάμεις κατοχής. Και η εγχώρια Δεξιά, αντί να υπερασπιστεί την εθνική αξιοπρέπεια, υιοθέτησε αυτή την πολιτική με ενθουσιασμό, βλέποντας στους Βρετανούς τον εγγυητή της πολιτικής της κυριαρχίας.
Σήμερα, 80 χρόνια μετά, στα κοινωνικά δίκτυα εμφανίζονται οι νοσταλγοί εκείνης της σκοτεινής περιόδου, που υμνούν τους Βρετανούς στρατιώτες και την οργάνωση «Χ». Λησμονούν –ή κάνουν πως λησμονούν– ότι η «Χ» υπήρξε καταφύγιο πρώην συνεργατών των ναζί, ένας μηχανισμός αντικομμουνιστικής βίας, και ένας από τους βασικούς πυλώνες της μετεμφυλιακής εκτροπής. Λησμονούν, επίσης, ότι οι Βρετανοί στρατιώτες δεν έσωσαν τη δημοκρατία, αλλά πυροβόλησαν διαδηλωτές που ζητούσαν αυτό που δικαιούνταν: συμμετοχή στο κράτος που εκείνοι έχτισαν με την αντίστασή τους.
Όσο κι αν η Δεξιά προσπαθεί να αναποδογυρίσει την ιστορία, υπάρχει μια αλήθεια που δεν μπορεί να σβηστεί: τα Δεκεμβριανά δεν υπήρξαν «κομμουνιστική ανταρσία». Υπήρξαν εξέγερση απέναντι στην απόπειρα παλινόρθωσης των συνεργατών και στην αποικιοκρατική επιβολή της Βρετανίας.
Κι αυτή την αλήθεια την περιέγραψε καλύτερα από όλους ένας άνθρωπος που δεν ανήκε σε κανένα κομματικό στρατόπεδο: ο Μάνος Χατζιδάκις. Λόγια βαριά, λόγια που δεν χωρούν στη στενότητα της δεξιάς προπαγάνδας, λόγια που αποκαθιστούν το πραγματικό νόημα του Δεκέμβρη:
«Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν αντίδραση των κομμουνιστών.
Ήταν η αγανάκτηση των παιδιών της γαλαρίας, που βλέπαν τους συντρόφους τους και τα όνειρά τους στα φέρετρα από σφαίρες, που έριχναν δωσίλογοι και φασίστες, φορώντας γαλάζιους μανδύες εθνικοφροσύνης.
Και όλα αυτά τα ελληνικά αποβράσματα με την επίσημη στήριξη του νεαρού τότε κράτους είχαν έναν εχθρό:
Την ψυχή των παιδιών της γαλαρίας.»
Κι αν κάτι μένει σήμερα από τον Δεκέμβρη του ’44, είναι πως όσο υπάρχουν άνθρωποι που αντιστέκονται στην παραχάραξη, όσο υπάρχουν φωνές που υπερασπίζονται την αλήθεια απέναντι στη σκοπιμότητα, η ψυχή αυτών των «παιδιών της γαλαρίας» δεν πρόκειται ποτέ να νικηθεί.

0 Σχόλια